ήλιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ήλιος, ἥλιος, Ἥλιος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ήλιος οι ήλιοι
      γενική του ήλιου
ηλίου
των ήλιων
ηλίων
    αιτιατική τον ήλιο τους ήλιους
(& ηλίους)
     κλητική ήλιε ήλιοι
Όλοι οι τύποι προφέρονται ως δισύλλαβοι (με συνίζηση)
εκτός από τους λόγιους τρισύλλαβους ηλίου, ηλίων, ηλίους.
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ήλιος
ήλιος / ηλίανθος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ήλιος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἥλιος [1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈi.ʎos/ δισύλλαβο με συνίζηση - συγκρίνετε το τρισύλλαβο ήλιο
τυπογραφικός συλλαβισμός: ή‐λιος
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ήλιος αρσενικό

  1. (αστρονομία, συνήθως με κεφαλαίο) το άστρο που δίνει το φως και τη θερμότητα στη γη και στους άλλους πλανήτες (του ηλιακού συστήματος)
    ※  Λορέντζος Μαβίλης, Λήθη, (απόσπασμα), ※  @ebooks.edu.gr
    Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
    την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
    ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
    μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι.
    [μεταγραφή σε μονοτονικό από το]
    Καλότυχοι oἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
    τὴν πίκρα τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίση
    ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήση,
    μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.
  2. (αστρονομία) κάθε άστρο, δηλαδή κάθε αυτόφωτο ουράνιο σώμα
  3. (φυτό) το φυτό ηλίανθος
  4. το φως

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

παράγωγα και σύνθετα:

και

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ήλιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ήλιοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)