yacht

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
yacht yachts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

yacht (en)

  • (ναυτικός όρος) το γιοτ, η θαλαμηγός
    ⮡  We’re meeting for lunch and in the afternoon we’ll take a ride on the yacht.
    Θα συναντήσουμε για μεσημεριανό και το απόγευμα θα κάνουμε βόλτα με το γιοτ.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

yacht (fr)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

yacht < (άμεσο δάνειο) αγγλική yacht

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

yacht (it)