time
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
time | times |
time (en)
- (μη μετρήσιμο) ο χρόνος, ο καιρός, η ώρα, η διαδοχή γεγονότων στο παρελθόν, παρόν, μέλλον
- ⮡ the endless flow of time - η αέναη ροή του χρόνου
- ⮡ instruments for measuring time - όργανα για τη μέτρηση του χρόνου
- ⮡ Over time the situation is improving.
- Mε την πάροδο του χρόνου η κατάσταση βελτιώνεται
- ⮡ Time will heal the wounds.
- Ο χρόνος απαλαίνει τις πληγές.
- ⮡ some time ago - πριν από λίγο καιρό
- ⮡ this time tomorrow/yesterday - τέτοια ώρα αύριο/χτες
- (μη μετρήσιμο) η ώρα που εμφανίζεται σε ένα ρολόι σε λεπτά και ώρες
- ⮡ What's the time, please?
- Τι ώρα είναι παρακαλώ;
- ⮡ Can you tell me the time?
- Μπορείτε να μου πείτε την ώρα;
- ⮡ What's the time, please?
- (μη μετρήσιμο) η ώρα που μετράται σε ένα συγκεκριμένο μέρος του κόσμου
- ⮡ current local time in the US - τρέχουσα τοπική ώρα στις ΗΠΑ
- ⮡ time zones - ζώνες ώρας
- ⮡ standard time - επίσημη/κανονική ώρα
- ⮡ local/summer time - τοπική/θερινή ώρα
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο χρόνος, ο καιρός, η ώρα που συμβαίνει κάτι ή όταν κάτι πρέπει να συμβεί
- ⮡ the construction time for a project/a memorial - ο χρόνος κατασκευής ενός έργου/ενός μνημείου
- ⮡ The time of the exams hasn’t been set yet.
- Δεν ορίστηκε ακόμη ο χρόνος των εξετάσεων.
- ⮡ Give me some time to think it over.
- Δώσε μου χρόνο να το σκεφτώ.
- ⮡ This takes time.
- Αυτό παίρνει χρόνο.
- ⮡ It's time to go.
- Είναι ώρα/καιρός να φύγω/φύγουμε.
- ⮡ Where were you all this time?
- Πού ήσουν όλη αυτή την ώρα;
- ⮡ It’s time to feed the baby.
- Είναι ώρα να φάει το μωρό.
- ⮡ It’s time for bed/school/work.
- Είναι ώρα για ύπνο/σχολείο/δουλειά.
- ⮡ It’s time for us to go/for you to tell me the truth.
- Είναι ώρα να φύγουμε/να μου πείτε την αλήθεια.
- ⮡ He came at the right time.
- Ήρθε την κατάλληλη ώρα.
- ⮡ Now is the time to tell him.
- Τώρα είναι η ώρα να του το πεις.
- ⮡ Come any time you want.
- Έλα ό,τι ώρα θέλεις.
- ⮡ I will tell you the events in detail some other time, when I have it (=the time).
- Θα σας διηγηθώ άλλοτε, όταν θα έχω καιρό, τα γεγονότα με λεπτομέρειες.
- ⮡ We’ll talk again some other time.
- Κάποτε άλλοτε τα ξαναλέμε.
- (μη μετρήσιμο) ο χρόνος, ο καιρός, η ώρα, ο διαθέσιμος χρόνος για εργασία, ανάπαυση κτλ.
- ⮡ I spend my free time reading.
- Περνώ τον ελεύθερο χρόνο μου διαβάζοντας.
- ⮡ I have a lot/a little time available.
- Έχω πολύ/λίγο χρόνο στη διάθεσή μου.
- ⮡ I am wasting my time.
- Σπαταλώ το χρόνο μου.
- ⮡ This job will take me a lot of time.
- Aυτή η δουλειά θα μου πάρει πολύ χρόνο.
- ⮡ It will cost me time and money.
- Θα μου κοστίσει χρόνο και χρήμα.
- ⮡ There is no time to lose.
- Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο./Δεν έχουμε ώρα/καιρό για χάσιμο.
- ⮡ I have no time available.
- Δεν έχω διαθέσιμο καιρό.
- ⮡ I spend my time.
- Περνώ τον καιρό μου.
- ⮡ He found the time to come and worry her with questions, just when she was busy cooking dinner!
- Βρήκε την ώρα να έρθει και να την παιδεύει με ερωτήσεις, ακριβώς όταν ήταν απασχολημένη με το μαγείρεμα!
- ⮡ I didn’t have the time/find the time to finish it yesterday.
- Δεν πρόλαβα να το τελειώσω χτες.
- ⮡ -“Did you cook?” -“I had no time”.
- -«Μαγείρεψες;» -«Δεν πρόλαβα.»
- ⮡ I’m afraid that we won’t have the time to visit Mykonos.
- Φοβάμαι πως δε θα προλάβουμε να επισκεφτούμε τη Μύκονο.
- ⮡ When did the room have the time to clear out?/When was there time for the room to clear out?
- Πότε πρόλαβε και άδειασε η αίθουσα;
- ⮡ I didn’t have the time to go and see him.
- Δεν ευκαίρησα να πάω να τον ιδώ.
- ⮡ I spend my free time reading.
- (a time, μόνο στον ενικό) ο χρόνος, η ώρα, η στιγμή, ένα χρονικό διάστημα, είτε μεγάλο είτε σύντομο, κατά το οποίο κάνω κάτι ή κάτι συμβαίνει
- ⮡ I didn’t find a time to talk to him.
- Δε βρήκα χρόνο να του μιλήσω.
- ⮡ He came at an awkward time.
- Ήρθε μια ανάποδη ώρα.
- ⮡ This is not a time for jokes.
- Δεν είναι ώρα για αστεία.
- ⮡ It’s a happy/sad time for all of us.
- Είναι μια ευτυχισμένη/θλιβερή ώρα για όλους μας.
- ⮡ at a time when I least expected it - σε μια στιγμή που δεν το περίμενα πια
- ⮡ for a short span of time - για ένα μικρό χρονικό διάστημα
- ⮡ I didn’t find a time to talk to him.
- (μη μετρήσιμο ή στον πληθυντικό) τα χρόνια, οι χρόνοι, η εποχή, ο καιρός, μια περίοδος ιστορίας που συνδέεται με συγκεκριμένα γεγονότα ή εμπειρίες στη ζωή των ανθρώπων
- ⮡ From the times of Homer’s to ours…
- Aπό τα χρόνια του Ομήρου ως τα δικά μας…
- ⮡ in ancient/Byzantine times - στους αρχαίους/στους βυζαντινούς χρόνους
- ⮡ in times of war - τα χρόνια του πολέμου
- ⮡ in old times - την παλιά εποχή
- ⮡ She was ahead of her time.
- Προπορευόταν της εποχής της.
- ⮡ He was the leading poet of his time.
- Ήταν ο μεγαλύτερος ποιητής της εποχής του.
- ⮡ in the times of Napoleon - τον καιρό του Ναπολέοντα
- ⮡ a sign of the times - σημεία των καιρών
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη era
- ⮡ From the times of Homer’s to ours…
- (μετρήσιμο) η στιγμή, η φορά, η ώρα, μια περίσταση όταν κάνω κάτι ή όταν κάτι συμβαίνει
- ⮡ Where were you at the time of the murder?
- Πού ήσουν τη στιγμή του φόνου;
- ⮡ It’s weird and great at the same time.
- Είναι περίεργο και ωραίο την ίδια στιγμή.
- ⮡ He stood by her as a loyal partner in all the difficult times.
- Της στάθηκε πιστός σύντροφος σε όλες τις δύσκολες στιγμές.
- ⮡ The book has a different title this time.
- Το βιβλίο έχει ένα διαφορετικό τίτλο αυτή την φορά.
- ⮡ I am waiting for the right time.
- Περιμένω να έρθει η ώρα μου.
- ⮡ He’s doing two jobs at the same time.
- Κάνει δύο δουλειές ταυτόχρονα.
- ≈ συνώνυμα: moment
- ⮡ Where were you at the time of the murder?
- (μετρήσιμο) η στιγμή, ένα γεγονός που βιώνω με έναν ιδιαίτερο τρόπο
- ⮡ I had a rough time.
- Πέρασα δύσκολες στιγμές.
- ⮡ He has his good times and his bad.
- Έχει τις καλές και τις κακές του στιγμές.
- ⮡ I had a rough time.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο χρόνος, πόσος χρόνος χρειάζεται κάποιος για να τρέξει έναν αγώνα ή να ολοκληρώσει μια εργασία
- ⮡ I do something in record time.
- Κάνω κάτι σε χρόνο ρεκόρ.
- ⮡ He ran the 100 meters in very good time.
- Έτρεξε τα 100 μ. σε πολύ καλό χρόνο.
- ⮡ Our athletes improved their time in this year’s games.
- Οι αθλητές μας βελτίωσαν το χρόνο τους στους φετινούς αγώνες.
- ⮡ I do something in record time.
- (οικείο, ιδιωματισμός) μέσα (στη φυλακή, διάρκεια έκτισης ποινής)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ahead of time
- all the time
- any time
- any time now
- at all times
- at the time
- at times
- bide one's time
- by the time
- change with the times
- every time
- for old times' sake
- for the time being
- from time to time
- have a good time
- have a hard time
- have a nice time
- in the nick of time
- keep time
- keep up with the times
- kill time
- move with the times
- of all time
- on time
- once upon a time
- over the course of time
- over time
- pass the time
- time and tide wait for no man
- time after time
- time and again
- time flies
- with the course of time
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | time |
γ΄ ενικό ενεστώτα | times |
αόριστος | timed |
παθητική μετοχή | timed |
ενεργητική μετοχή | timing |
time (en)
- χρονομετρώ, μετράω πόσο χρόνο χρειάζεται για να συμβεί κάτι ή για να κάνει κάποιος κάτι
- ⮡ I timed my lecture so that it doesn’t go over one hour.
- Χρονομέτρησα τη διάλεξή μου, για να μην ξεπεράσει τη μία ώρα.
- ⮡ I timed my lecture so that it doesn’t go over one hour.
- κανονίζω να κάνω κάτι ή κανονίζω να συμβεί κάτι σε μια συγκεκριμένη στιγμή
- ⮡ He timed his arrival to coincide with mine.
- Κανόνισε την άφιξή του να συμπέσει με τη δική μου.
- ⮡ His remark was well-timed/ill-timed.
- Η παρατήρηση ειπώθηκε σε κατάλληλη στιγμή/σε ακατάλληλη στιγμή.
- ⮡ He timed his arrival to coincide with mine.
Πηγές
[επεξεργασία]- time (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- time (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 333, 398-399, 820, 977, 993. ISBN 9780194325684., λήμμα: εποχή, καιρός, στιγμή, χρόνος, ώρα
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
time | times |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]time (pt) αρσενικό
- (αθλητισμός) (Βραζιλία) η ομάδα
- ≈ συνώνυμα: (Πορτογαλία) equipa, equipe