tiling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tiling (en)
- η πλακόστρωση
- επιφανεια καλυμμένη-στρωμένη με πλακάκια
- το πλακόστρωτο από τυποποιημένα πλακάκια ή πλάκες που αρμόζουν-δένουν μεταξύ τους (όχι αναγκαστικά με ένα σχέδιο επιφάνειας)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Penrose tiling στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]tiling (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του tile