tiling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Ουσιαστικό

tiling (en)

  1. η πλακόστρωση
  2. επιφανεια καλυμμένη-στρωμένη με πλακάκια
    • το πλακόστρωτο από τυποποιημένα πλακάκια ή πλάκες που αρμόζουν-δένουν μεταξύ τους (όχι αναγκαστικά με ένα σχέδιο επιφάνειας)

Δείτε επίσης

Ρηματικός τύπος

tiling (en)