terroir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
terroir terroirs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

terroir (fr) αρσενικό

  1. έδαφος
  2. χώρα καταγωγής ή όπου ζει κανείς