tata
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tata (bs)
- ο πατέρας
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tata | tatas |
tata (fr) θηλυκό
- (στην παιδική γλώσσα) η θείτσα
- (στην παιδική γλώσσα) η τροφός, η νταντά
- (στην παιδική γλώσσα) πρόσωπο, που δεν ανήκει στην οικογένεια, με το οποίο το παιδί αισθάνεται στενά δεμένο
- (λαϊκότροπο) ομοφυλόφιλος με θηλυκή συμπεριφορά· πρόσωπο με θηλυκούς τρόπους
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tata < πρωτοσλαβική γλώσσα tata
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tata (pl) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tata (sr)
- λατινική γραφή του тата
Σλοβενικά (sl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tata (sl)
- ο πατέρας
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Βοσνιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (βοσνιακά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Παιδική γλώσσα (γαλλικά)
- Λαϊκότροποι όροι (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Οικείοι όροι (πολωνικά)
- Σερβική γλώσσα - λατινικό αλφάβητο
- Ουσιαστικά (σερβικά-λατινικό αλφάβητο)
- Σλοβενική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σλοβενικά)