papa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Papa
      ενικός         πληθυντικός  
papa papas

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
papa < (άμεσο δάνειο) γαλλική papa

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pəˈpɑː/ & /ˈpɑː.pə/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

papa (en)

  1. (οικογένεια, συνήθως παιδική γλώσσα) ο μπαμπάς
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη father
  2. ο παπάς
  3. το γράμμα P στο φωνητικό αλφάβητο του NATO



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

papa (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

papa (es) θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

papa (es) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

papa (it) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

papa (ca) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

papa (qu)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

papa (la) αρσενικό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

papa (nl)