two
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]two (en)
- δύο
- ⮡ The two of them divided the profits in half.
- Μοιράσανε οι δυο τους τα κέρδη από μισά.
- ⮡ The two of them divided the profits in half.