slate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- slate < (άμεσο δάνειο) γαλλική éclat < παλαιά γαλλική esclate
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]slate (en) (χωρίς παραθετικά)
- που έχει το μπλε-γκρι χρώμα του σχιστόλιθου
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
slate | slates |
slate (en)
- (μη μετρήσιμο) σχιστόλιθος
- (μη μετρήσιμο) το μπλε-γκρι χρώμα του σχιστόλιθου
slate (χρώμα):
- (μετρήσιμο) η πλάκα για γράψιμο
- ↪ The children used to write on slates.
- Τα παιδιά έγραφαν σε πλάκες.
- ↪ The children used to write on slates.
- (μετρήσιμο) η πλάκα από σχιστόλιθο
- (μετρήσιμο) λογαριασμός με χρήματα που οφείλονται
- (μετρήσιμο) κατάλογος υποψηφίων για μια εκλογή
- Roy Disney led the alternative slate of directors for the stockholder vote.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | slate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slates |
αόριστος | slated |
παθητική μετοχή | slated |
ενεργητική μετοχή | slating |
slate (en)
- (ΗΒ) κριτικάρω σκληρά
- The play was slated by the critics.
- (ΗΠΑ) προγραμματίζω
- (ΗΠΑ) αναμένω
- The next version of our software is slated to be the best release ever.
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 708. ISBN 9780194325684., λήμμα: πλάκα
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)