bill

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Bill
      ενικός         πληθυντικός  
bill bills

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bill (en)

  1. ο λογαριασμός, ένα έγγραφο που δείχνει πόσα χρωστάω σε κάποιον για αγαθά ή υπηρεσίες
    ⮡  the electricity/hotel bill - ο λογαριασμός του ηλεκτρικού/του ξενοδοχείου
  2. ο λογαριασμός σε ένα εστιατόριο
    ⮡  The bill, please.
    Το λογαριασμό, παρακαλώ.
     συνώνυμα: check
  3. (αμερικανική σημασία) το χαρτονόμισμα
     συνώνυμα: note (βρετανικά αγγλικά)
  4. το νομοσχέδιο, σχέδιο νόμου
    ⮡  The bill on education incited violent reactions.
    Το νομοσχέδιο για την παιδεία ξεσήκωσε βίαιες αντιδράσεις.