sign
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sign | signs |
sign (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το σημάδι, το ίχνος, η ένδειξη, η εκδήλωση, ένα συμβάν, ένα γεγονός, μια ενέργεια κ.λπ. που δείχνει ότι κάτι υπάρχει, συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί στο μέλλον
- ↪ signs of fear/rain/old age - σημάδια φόβου/βροχής/γηρατειών
- ↪ the signs of suffering - τα σημάδια του πόνου
- ↪ This is not a good sign.
- Αυτό δεν είναι καλό σημάδι.
- ↪ the sign of an animal/vehicle in the sand - τα σημάδια ενός ζώου/οχήματος στην άμμο
- ↪ signs of emotion - ίχνη συγκίνησης
- ↪ The police found no sign of the thief.
- Η αστυνομία δε βρήκε κανένα ίχνος του κλέφτη.
- ↪ There are signs of overheating.
- Υπάρχουν ίχνη υπερθέρμανσης.
- ↪ numerous signs of guilt - πολυάριθμες ενδείξεις ενοχής
- ↪ It’s a sure sign of rain/improvement.
- Είναι σίγουρη ένδειξη βροχής/βελτίωσης.
- ↪ The number of cars is a sign of the country’s prosperity.
- Ο αριθμός των αυτοκινήτων είναι ένδειξη της ευημερίας της χώρας.
- ↪ the first signs of the disease - οι πρώτες εκδηλώσεις της αρρώστιας
- ↪ It’s a sign of a bad temper.
- Είναι εκδήλωση κακής διάθεσης.
- ≈ συνώνυμα: indication
- (μετρήσιμο) το σήμα, η ταμπέλα, η πινακίδα, ένα κομμάτι χαρτί, ξύλο ή μέταλλο που έχει γραφή ή μια εικόνα που μου δίνει πληροφορίες, οδηγίες, μια προειδοποίηση κτλ.
- ↪ traffic signs - σήματα κυκλοφορίας
- ↪ medical sign - ιατρικό σήμα
- ↪ store signs - ταμπέλες μαγαζιών
- ↪ illuminated signs - φωτεινές ταμπέλες
- ↪ store sign - πινακίδα καταστήματος
- ↪ informational signs - πινακίδες πληροφόρησης
- ↪ aluminum “No Parking” sign - πινακίδα αλουμινίου "μη παρκάρετε"
- ≈ συνώνυμα: notice
- (μετρήσιμο) το νόημα, το σήμα, οποιαδήποτε κίνηση ή ήχος που κάνω για να επικοινωνήσω με κάποιον κάτι
- ↪ He made a sign at me not to speak.
- Μου έκανε νόημα να μην μιλήσω.
- ↪ He made a sign that he agrees.
- Έκανα νόημα ότι συμφωνεί.
- ↪ He made a sign with his hand.
- Έκανε σήμα με το χέρι του.
- ≈ συνώνυμα: signal
- (κατ’ επέκταση) η γλωσσική μονάδα της νοηματικής γλώσσας
- ↪ He made a sign at me not to speak.
- (μετρήσιμο, μαθηματικά) το πρόσημο
- ↪ a negative sign - αρνητικό πρόσημο
- (μετρήσιμο, αστρολογία, ανεπίσημο) το ζώδιο
- ↪ My sign is Pisces. (κυριολεκτικά) I belong to the sign of Pisces.
- Είμαι Ιχθύς (I am a Pisces) - Ανήκω στο ζώδιο των Ιχθύων.
- ↪ My sign is Pisces. (κυριολεκτικά) I belong to the sign of Pisces.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | sign |
γ΄ ενικό ενεστώτα | signs |
αόριστος | signed |
παθητική μετοχή | signed |
ενεργητική μετοχή | signing |
sign (en)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- sign (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- sign (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 267, 289, 392, 588, 785, 786, 866. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκδήλωση, ένδειξη, ίχνος, νόημα, σήμα, σημάδι, ταμπέλα