sale
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sale | sales |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sale (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το πούλημα, η πώληση, η πράξη ή η διαδικασία του πουλάω κάτι
- ⮡ It is for sale.
- Είναι για πούλημα.
- ⮡ I haven’t made a single sale all day.
- Δεν έκανα ούτε μια πούλημα όλη τη μέρα.
- ⮡ a sales tax - φόρος πωλήσεων
- ⮡ cash/credit sales - πωλήσεις τοις μετρητοίς/επί πιστώσει
- ⮡ The sale of this product is prohibited.
- Απαγορεύεται η πώληση αυτού του προϊόντος.
- ⮡ It is for sale.
- (μόνο στον πληθυντικό) οι πωλήσεις, η κυκλοφορία, ο αριθμός των ειδών που πωλήθηκαν
- ⮡ Sales are up/down.
- Οι πωλήσεις αυξήθηκαν/μειώθηκαν.
- ⮡ The sales revenue was two million this year.
- Τα έσοδα από τις πωλήσεις ήταν δυο εκατομμύρια ευρώ φέτος.
- ⮡ His new book has huge sales.
- Το νέο του βιβλίο έχει μεγάλη κυκλοφορία.
- ⮡ Sales are up/down.
- (μη μετρήσιμο, μόνο στον πληθυντικό) οι πωλήσεις, το κομμάτι μιας εταιρείας που ασχολείται με την πώληση των προϊόντων της
- ⮡ a salesroom - αίθουσα πωλήσεων
- ⮡ a sales department - τμήμα πωλήσεων
- ⮡ sales offices - γραφεία πωλήσεων
- (μετρήσιμο) η έκπτωση, μια περίσταση που ένα κατάστημα πουλά τα προϊόντα του σε χαμηλότερη τιμή από τη συνηθισμένη
- ⮡ winter/summer sales - χειμερινές/καλοκαιρινές εκπτώσεις
- ⮡ When do the sales begin?
- Πότε αρχίζουν οι εκπτώσεις;
- ⮡ Now that the sales are on…
- Τώρα που έχουμε εκπτώσεις…
- (μετρήσιμο) η δημοπρασία, μια ευκαιρία που πωλούνται αγαθά
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- sale - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 272, 729, 763. ISBN 9780194325684., λήμμα: έκπτωση, πούλημα, πώληση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sale | sales |
sale (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sale | sali |
sale (it) αρσενικό
- το αλάτι
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sala | sale |
sale (it)