sale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sale sales

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sale (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το πούλημα, η πώληση, η πράξη ή η διαδικασία του πουλάω κάτι
    ⮡  It is for sale.
    Είναι για πούλημα.
    ⮡  I haven’t made a single sale all day.
    Δεν έκανα ούτε μια πούλημα όλη τη μέρα.
    ⮡  a sales tax - φόρος πωλήσεων
    ⮡  cash/credit sales - πωλήσεις τοις μετρητοίς/επί πιστώσει
    ⮡  The sale of this product is prohibited.
    Απαγορεύεται η πώληση αυτού του προϊόντος.
  2. (μόνο στον πληθυντικό) οι πωλήσεις, η κυκλοφορία, ο αριθμός των ειδών που πωλήθηκαν
    ⮡  Sales are up/down.
    Οι πωλήσεις αυξήθηκαν/μειώθηκαν.
    ⮡  The sales revenue was two million this year.
    Τα έσοδα από τις πωλήσεις ήταν δυο εκατομμύρια ευρώ φέτος.
    ⮡  His new book has huge sales.
    Το νέο του βιβλίο έχει μεγάλη κυκλοφορία.
  3. (μη μετρήσιμο, μόνο στον πληθυντικό) οι πωλήσεις, το κομμάτι μιας εταιρείας που ασχολείται με την πώληση των προϊόντων της
    ⮡  a salesroom - αίθουσα πωλήσεων
    ⮡  a sales department - τμήμα πωλήσεων
    ⮡  sales offices - γραφεία πωλήσεων
  4. (μετρήσιμο) η έκπτωση, μια περίσταση που ένα κατάστημα πουλά τα προϊόντα του σε χαμηλότερη τιμή από τη συνηθισμένη
    ⮡  winter/summer sales - χειμερινές/καλοκαιρινές εκπτώσεις
    ⮡  When do the sales begin?
    Πότε αρχίζουν οι εκπτώσεις;
    ⮡  Now that the sales are on…
    Τώρα που έχουμε εκπτώσεις
  5. (μετρήσιμο) η δημοπρασία, μια ευκαιρία που πωλούνται αγαθά
    ⮡  a car sale - δημοπρασία αυτοκινήτων
     συνώνυμα: auction

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sal/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sale sales

sale (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sale sali

sale (it) αρσενικό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sala sale

sale (it)