on sale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
on sale < → δείτε τις λέξεις on και sale

Έκφραση

[επεξεργασία]

on sale (en) (ιδιωματισμός)

  1. κυκλοφορώ, που είναι διαθέσιμο για αγορά, ειδικά σε κατάστημα
    ⮡  This magazine/medicine is not on sale in Greece.
    Αυτό το περιοδικό/φάρμακο δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα.
     συνώνυμα: for sale
  2. (ειδικά αμερικανική σημασία) σε έκπτωση
    ⮡  The scarf is on sale.
    Το κασκόλ είναι σε έκπτωση.