sweetly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός sweetly
συγκριτικός more sweetly
υπερθετικός most sweetly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sweetly < sweet + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

sweetly (en)

  • γλυκά
    ⮡  She spoke sweetly to him to calm him down.
    Του μίλησε γλυκά για να τον ηρεμήσει.