sweet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sweet < μέση αγγλική sweete

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /swiːt/

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός sweet
συγκριτικός sweeter
υπερθετικός sweetest

sweet (en)

  1. γλυκός, που έχει τη γεύση της ζάχαρης
    ⮡  Honey is sweet.
    Το μέλι είναι γλυκό.
  2. γλυκός, που έχει ευχάριστη μυρωδιά
    ⮡  How sweet these roses smell!
    Τι γλυκά που μυρίζουν αυτά τα τριαντάφυλλα!
  3. γλυκός, που έχει ευχάριστο ήχο
    ⮡  a sweet voice/melody - γλυκιά φωνή/μελωδία
  4. γλυκός, που με κάνει να νιώθω ευχαριστημένος
    ⮡  sweet dreams - γλυκά όνειρα
  5. γλυκός, χαριτωμένος, ειδικά των παιδιών ή των μικρών πραγμάτων
    ⮡  This girl has a very sweet face.
    Αυτή η κοπέλα έχει πολύ γλυκό πρόσωπο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cute
  6. γλυκός, που έχει συμπαθητικό χαρακτήρα
    ⮡  a sweet person - γλυκός άνθρωπος

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sweet sweets

sweet (en)

  1. (βρετανική σημασία) το γλυκό, ένα μικρό κομμάτι γλυκό φαγητό, που συνήθως φτιάχνεται με ζάχαρη ή σοκολάτα και τρώγεται μεταξύ των γευμάτων
    ⮡  I like sweets.
    Μου αρέσουν τα γλυκά.
     συνώνυμα: candy
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, βρετανική σημασία) το γλυκό, το γλύκισμα, ένα γλυκό πιάτο που τρώγεται στο τέλος ενός γεύματος
    ⮡  I made a very nice sweet.
    Έφτιαξα ένα πολύ ωραίο γλυκό.
    ⮡  Sweets will also be offered at the reception.
    Στη δεξίωση θα προσφερθούν και γλυκίσματα.
     συνώνυμα: dessert