pose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pose | poses |
pose (en)
- η πόζα, η στάση, συγκεκριμένη θέση στην οποία κάποιος στέκεται, κάθεται κτλ., ειδικά για να ζωγραφιστεί ή να φωτογραφηθεί
- ⮡ She struck poses in the mirror.
- Έπαιρνε πόζες μπροστά στον καθρέφτη.
- ⮡ Look at her pose in this photograph!
- Κοίταξε τη στάση της σ' αυτή τη φωτογραφία!
- ⮡ She struck poses in the mirror.
- (κακόσημο) η πόζα, τρόπος συμπεριφοράς που δεν είναι ειλικρινής και έχει σκοπό να εντυπωσιάσει ή να ξεγελάσει τους ανθρώπους
- ⮡ His socialism is a mere pose.
- Ο σοσιαλισμός του είναι καθαρή πόζα.
- ⮡ His socialism is a mere pose.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | pose |
γ΄ ενικό ενεστώτα | poses |
αόριστος | posed |
παθητική μετοχή | posed |
ενεργητική μετοχή | posing |
pose (en)
- (μεταβατικό) δημιουργώ μια απειλή, πρόβλημα κτλ. που πρέπει να αντιμετωπιστεί
- ⮡ Unemployment poses many new problems.
- Η ανεργία δημιουργεί πολλά νέα προβλήματα.
- ⮡ Unemployment poses many new problems.
- (μεταβατικό, επίσημο) θέτω κάτι προς συζήτηση, κάνω μια ερώτηση, ειδικά αυτή που χρειάζεται σοβαρή σκέψη
- ⮡ I am simply posing a question.
- Απλώς θέτω ένα ερώτημα.
- ⮡ I am simply posing a question.
- (αμετάβατο) ποζάρω, παίρνω συγκεκριμένη στάση προκειμένου να φωτογραφηθώ
- ⮡ Would you like to pose for me?
- Θα 'θελες να ποζάρεις για μένα;
- ⮡ Would you like to pose for me?
- (αμετάβατο) ποζάρω, παριστάνω κάποιον για να ξεγελάσω άλλους
- ⮡ He poses as a big businessman.
- Ποζάρει για μεγαλοεπιχειρηματίας.
- ⮡ She poses as a millionaire.
- Ποζάρει για εκατομμυριούχα.
- ⮡ He poses as an expert on Byzantine art.
- Παριστάνει τον ειδικό στη Βυζαντινή τέχνη.
- ⮡ He poses as a big businessman.
- (αμετάβατο) ποζάρω, φέρομαι επιτηδευμένα
- ⮡ Don’t pose, I know very well who you are!
- Μην ποζάρεις, σε ξέρω καλά ποια είσαι!
- ⮡ She’s always posing.
- Είναι όλο πόζα.
- ⮡ Don’t pose, I know very well who you are!
Πηγές
[επεξεργασία]- pose (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- pose (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 814. ISBN 9780194325684., λήμμα: στάση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pose | poses |
pose (fr) θηλυκό
- η πόζα
- η τοποθέτηση, η εγκατάσταση
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]pose (fr)
- → δείτε τη λέξη poser
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]
Ίντο (io)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]pose (io)