living

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

living (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
living livings

living (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (μη μετρήσιμο) ο τρόπος ζωής
    ⮡  the standard of living - το επίπεδο ζωής
  2. (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό) η ζωή, τα προς το ζην, τα υλικά μέσα που χρειάζεται κάποιος για να ζήσει
    ⮡  He makes his living by hard work and sweat.
    Kερδίζει τη ζωή του με κόπο και ιδρώτα.
     συνώνυμα: livelihood
  3. (μη μετρήσιμο) ο ζωντανός
    ⮡  The dead live in the hearts of the living.
    Οι νεκροί ζούμε στις καρδιές των ζωντανών.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

living (en)