knee
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
knee | knees |
knee (en)
- (ανατομία) το γόνατο
- ⮡ He fell and hurt his knee.
- Έπεσε και χτύπησε το γόνατο του.
- ⮡ I won’t give it to him even if he asks for it on bent knees!
- Δεν θα του το δώσω μακάρι να το ζητήσει γονατιστός!
- ⮡ He fell and hurt his knee.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]knee (en)
- (μεταβατικό) χτυπώ κάτι με το γόνατο
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 169. ISBN 9780194325684., λήμμα: γόνατο