involve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | involve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | involves |
αόριστος | involved |
παθητική μετοχή | involved |
ενεργητική μετοχή | involving |
Ρήμα
[επεξεργασία]involve (en) (μεταβατικό)
- συνεπάγομαι, για μια κατάσταση, ένα γεγονός ή μια δραστηριότητα που είναι σημαντικό ή απαραίτητο μέρος ή αποτέλεσμα αυτής
- ⮡ The construction of such a large project involves massive costs.
- Η κατασκευή ενός τόσο μεγάλου έργου συνεπάγεται τεράστια έξοδα.
- ⮡ This involves a lot of work.
- Αυτό συνεπάγεται πολλή δουλειά.
- ⮡ Your plans involve many expenses.
- Τα σχέδια σου συνεπάγονται πολλά έξοδα.
- ≈ συνώνυμα: entail, imply, necessitate και require
- ⮡ The construction of such a large project involves massive costs.
- ασχολούμαι, μπλέκω, συμμετέχω ή επηρεάζομαι από μια κατάσταση, ένα γεγονός ή μια δραστηριότητα που περιλαμβάνει κάποιον ή κάτι
- ⮡ I am getting involved in politics./I am involved in politics.
- Ασχολούμαι με την πολιτική.
- ⮡ I am not involved in sports/with such things.
- Δεν ασχολούμαι με σπορ/με τέτοια πράγματα.
- ⮡ I don’t want to get involved/involve myself in their fights.
- Δε θέλω να μπλέξω στους καυγάδες τους.
- ⮡ I am getting involved in politics./I am involved in politics.
- μπλέκω, αναγκάζω κάποιον να συμμετέχει σε κάτι
- ⮡ They involved me in organizing the trip.
- Με μπλέξανε να βοηθήσω στην οργάνωση της εκδρομής.
- ⮡ They involved me in organizing the trip.
- ενοχοποιώ, μπλέκω, λέω ή κάνω κάτι για να δείξω ότι κάποιος συμμετείχε σε κάτι, ειδικά σε ένα έγκλημα
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- involve - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 137, 527, 846. ISBN 9780194325684., λήμμα: ασχολούμαι, μπλέκω, συνεπάγομαι