honte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔɔ̃t/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
honte hontes

honte (fr) θηλυκό

  1. η ντροπή
  2. το αίσχος
  3. to όνειδος