had
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]had (en)
- αόριστος και παθητική μετοχή του ρήματος have
Σλοβακικά (sk)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]had (sk)
- το φίδι
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]had (cs) αρσενικό
- το φίδι