gaze

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡeɪz/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gaze gazes

gaze (en)

  • η ατενής ματιά, το βλέμμα
    ⮡  I fix my gaze on something.
    Καρφώνω τη ματιά μου σε κάτι.
    ⮡  He fixed his gaze on me.
    Κάρφωσε το βλέμμα του πάνω μου.
     συνώνυμα: stare, → και δείτε τη λέξη look
ενεστώτας gaze
γ΄ ενικό ενεστώτα gazes
αόριστος gazed
παθητική μετοχή gazed
ενεργητική μετοχή gazing

gaze (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 167, 457-458, 529. ISBN 9780194325684. , λήμμα: βλέμμα, κοιτάζω, ματιά



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gaze gazes

gaze (fr) θηλυκό