γάζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γάζα | οι | γάζες |
γενική | της | γάζας | των | γαζών |
αιτιατική | τη | γάζα | τις | γάζες |
κλητική | γάζα | γάζες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γάζα < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική gaze + -α < ίσως αραβική غزة (ḡazza, Γάζα)[1] Κατ' άλλες εκδοχές, προέλευσης από την αραβική قَزّ (qazz, μετάξι) ή από την κλασική περσική غژ (ğaž), μορφή του کژ (kaž) [2] [3] Διαφορετική η ελληνιστική κοινή γάζα.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɣa.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γά‐ζα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γάζα θηλυκό
- αποστειρωμένο λινό ή βαμβακερό ύφασμα, πολύ λεπτό, για κάλυψη τραυμάτων
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Γάζα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γάζα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γάζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ کژ#Etymology_2 στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | γάζᾰ | αἱ | γάζαι | ||||
γενική | τῆς | γάζης | τῶν | γαζῶν | ||||
δοτική | τῇ | γάζῃ | ταῖς | γάζαις | ||||
αιτιατική | τὴν | γάζᾰν | τὰς | γάζᾱς | ||||
κλητική ὦ! | γάζᾰ | γάζαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γάζᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | γάζαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γάζα < πιθανόν από περσική γλώσσα: δάνειο από την παλαιά μηδική *ganǰəm .[1] Δε σχετίζεται η Γάζα, ούτε το νεοελληνικό γάζα.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γάζα, -ας
- (ελληνιστική κοινή) βασιλικός θησαυρός, ο θησαυρός, τα χρήματα του βασιλιά των Περσών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- γάζα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Για την ετυμολογία, δείτε το DGE
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ορθογραφικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υφάσματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γλῶσσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δόξα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δόξα' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Δάνεια από τα παλαιά μηδικά (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά μηδικά (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)