for sale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
for sale < → δείτε τις λέξεις for και sale

Έκφραση

[επεξεργασία]

for sale (en) (ιδιωματισμός)

  • για πούλημα, κυκλοφορώ, που είναι διαθέσιμο για αγορά, ειδικά σε κατάστημα
    Is the apartment for sale or for rent?
    Το διαμέρισμα είναι για πούλημα ή για νοίκιασμα;
    This magazine/medicine is not for sale in Greece.
    Αυτό το περιοδικό/φάρμακο δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα.
     συνώνυμα: on sale