flash
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | flash |
συγκριτικός | more flash |
υπερθετικός | most flash |
flash (en)
- εντυπωσιακός, -ή, -ό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
flash | flashes |
flash (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το φλας, συσκευή σε φωτογραφική μηχανή που προκαλεί λάμψεις στιγμιαίας διάρκειας και μεγάλης έντασης για φωτογράφιση
- ⮡ It’s dark, we have to put on the camera’s flash.
- Είναι σκοτεινά, πρέπει να βάλουμε φλας στη μηχανή.
- ⮡ He was blinded by the flashes of the journalists’ cameras.
- Τον τύφλωσαν τα φλας των δημοσιογράφων.
- ⮡ It’s dark, we have to put on the camera’s flash.
- (πληροφορική) η εγγραφή σε ψηφιακή μνήμη (πχ. του υπολογιστή)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | flash |
γ΄ ενικό ενεστώτα | flashes |
αόριστος | flashed |
παθητική μετοχή | flashed |
ενεργητική μετοχή | flashing |
flash (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ρίχνω, λάμπω πολύ έντονα για λίγο ή κάνω κάτι να λάμπει με αυτόν τον τρόπο
- ⮡ Someone flashed a light in his eyes.
- Κάποιος του έριξε ένα φως στα μάτια.
- ⮡ They flashed their searchlights all around the yard.
- Έριχναν τους προβολείς τους σε όλη την αυλή.
- ⮡ Someone flashed a light in his eyes.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αναβοσβήνω, χρησιμοποιώ ένα φως για να δώσω σε κάποιον ένα σήμα
- ⮡ a flashing light - αναλάμπων φανός
- ⮡ He flashed the car lights.
- Αναβόσβησε τα φώτα του αυτοκινήτου.
- (αμετάβατο) περνάω, κινούμαι πολύ γρήγορα
- ⮡ The train flashed by like lighting.
- Το τρένο πέρασε σαν αστραπή.
- ⮡ The train flashed by like lighting.
- (αμετάβατο) περνάει σαν αστραπή, κάτι έρχεται στο μυαλό μου ξαφνικά
- ⮡ Suspicion flashed through my mind.
- Σαν αστραπή μου πέρασε η υποψία.
- ⮡ Suspicion flashed through my mind.
- (αμετάβατο, λογοτεχνικό) πετάω, ρίχνω, εκφράζω ένα συναίσθημα ξαφνικά και γρήγορα
- ⮡ Sparks flashed in her eyes.
- Τα μάτια της πετούσαν σπίθες.
- ⮡ She flashed a smile at him.
- Του πέταξε/έριξε ένα χαμόγελο.
- ⮡ Sparks flashed in her eyes.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- flash (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- flash (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- flash (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695, 697, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ, πετώ, ρίχνω