fini

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fini finis
θηλυκό finie finies

fini (fr)

  1. τελειωμένος
  2. πεπερασμένος

Μετοχή

[επεξεργασία]

fini (fr)



ρήμα fini
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας finas finanta finata
αόριστος finis fininta finita
μέλλοντας finos finonta finota
υποθετική finus - -
προστακτική finu - -

fini (eo)