file
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
file | files |
file (en)
- το αρχείο, σύνολο εγγράφων
- στοίχος, σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο
- λίμα
- (πληροφορική) αρχείο, σύνολο δεδομένων αποθηκευμένων σε σκληρό δίσκο ή άλλο ηλεκτρονικό αποθηκευτικό μέσο
- (πληροφορική) το σχήμα (scheme) στις διευθύνσεις URL που υποδηλώνει πρόσβαση σε αρχείο του τοπικού υπολογιστή
- ⮡ URL: file:///C:/Users/aUser/test.html, για πρόσβαση στο αρχείο test.html με την χρήση φυλλομετρητή (browser)
- υπερώνυμο: scheme
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | file |
γ΄ ενικό ενεστώτα | files |
αόριστος | filed |
παθητική μετοχή | filed |
ενεργητική μετοχή | filing |
file (en)
- (μεταβατικό) αρχειοθετώ, τοποθετώ και διατηρώ έγγραφα σε ένα συγκεκριμένο μέρος και με συγκεκριμένη σειρά, ώστε να μπορώ να τα βρίσκω εύκολα· τοποθετώ ένα έγγραφο σε κουτί, αρχείο κτλ.
- ⮡ The study material has not been filed yet.
- Το υλικό της μελέτης δεν έχει ακόμη αρχειοθετηθεί.
- ⮡ The documents must be filed.
- Τα έγγραφα πρέπει να αρχειοθετηθούν.
- ⮡ The study material has not been filed yet.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, νομικός όρος) υποβάλλω, καταθέτω επίσημο έγγραφο σε διοικητική ή δικαστική αρχή
- ⮡ He filed a claim for damages.
- Υπέβαλε αξίωση για αποζημίωση.
- ⮡ They will file a complaint.
- Θα καταθέσουν μήνυση.
- ⮡ I am filing a lawsuit for damages.
- Εγείρω/Κάνω αγωγή για αποζημίωση.
- ⮡ He filed a claim for damages.
- (αμετάβατο) συρρέω, κινούμαι σε μια σειρά ανθρώπων, το ένα μετά το άλλο, προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ⮡ Long before the delegates began to file into the convention hall…
- Πολύ πριν οι αντιπρόσωποι αρχίσουν να συρρέουν στην αίθουσα του συνεδρίου…
- ⮡ Long before the delegates began to file into the convention hall…
- (μεταβατικό) λιμάρω, κάνω λείο κάτι χρησιμοποιώντας μια λίμα
- ⮡ She was filing her nails.
- Λιμάριζε τα νύχια της.
- ⮡ She was filing her nails.
- (πληροφορική) αποθηκεύω ένα αρχείο σε σκληρό δίσκο ή άλλο ηλεκτρονικό αποθηκευτικό μέσο
Πηγές
[επεξεργασία]- file (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- file (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 854. ISBN 9780194325684., λήμμα: συρρέω
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]file (fr) θηλυκό (πληθυντικός files)