scheme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scheme | schemes |
scheme (en)
- σχέδιο
- σχέδιο δράσης, πλάνο
- σύστημα
- σχεδιάγραμμα
- (διαδίκτυο) το τμήμα μίας διεύθυνσης διαδικτύου (URL) που υποδεικνύει το πρωτόκολλο (protocol) επικοινωνίας (πχ. http, ftp για τα πρωτόκολλα HTTP, FTP) ή το είδος του πόρου (πχ. file)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- scheme στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | scheme |
γ΄ ενικό ενεστώτα | schemes |
αόριστος | schemed |
παθητική μετοχή | schemed |
ενεργητική μετοχή | scheming |
scheme (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 552-553. ISBN 9780194325684., λήμμα: μηχανορραφώ