ferry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ferry | ferries |
ferry (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | ferry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ferries |
αόριστος | ferried |
παθητική μετοχή | ferried |
ενεργητική μετοχή | ferrying |
ferry (en)
- περνάω, κινώ κάποιον ή κάτι σε μια βάρκα
- ⮡ Can you ferry me across the lake?
- Μπορείς να με περάσεις απέναντι στη λίμνη;
- ⮡ Can you ferry me across the lake?
Πηγές
[επεξεργασία]- ferry (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ferry | ferrys |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ferry (fr) αρσενικό
- το φέριμποτ