earpiece

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ear + piece

an earpiece from a set of headphones

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

earpiece (en)

  1. ακουστικό που τοποθετείται μέσα ή κοντά στο αφτί
    Holding the earpiece to my ear, I could hear him speaking clearly.
  2. ο βραχίονας που στηρίζει τα γυαλιά οράσεως στο αφτί
    My glasses won't stay on, as I've broken the left earpiece.