ear
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ear | ears |
ear (en)
- (το) αφτί
- (βοτανική) (το) στάχυ των δημητριακών
- (ανατομία φυτών, δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένο είδος)