director
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
director | directors |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]director (en)
- (επάγγελμα) ο διευθυντής
- (επάγγελμα) ο σκηνοθέτης
- ⮡ This director knows nothing about acting.
- Αυτός ο σκηνοθέτης δεν ξέρει τίποτα για την υποκριτική.
- ⮡ This director knows nothing about acting.
Πηγές
[επεξεργασία]- director - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 236. ISBN 9780194325684., λήμμα: διευθυντής
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]director (ro) αρσενικό : director
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του director
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un director | directorul | nişte directori | directorii |
γενική | a unui director | directorului | a unor directori | directorilor |
δοτική | unui director | directorului | unor directori | directorilor |
αιτιατική | un director | directorul | nişte directori | directorii |
κλητική | — | - | — | - |
Επίθετο
[επεξεργασία]director (ro) : director