club

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
club clubs

club (en)

  1. η λέσχη, ο σύλλογος
    a club member - μέλος λέσχης
    an athletic club - αθλητικός σύλλογος
    Although he is generally unsociable, he sometimes participates in club events.
    Παρόλο που γενικά είναι αντικοινωνικός, μερικές φορές συμμετέχει στις εκδηλώσεις του συλλόγου.
  2. το κλαμπ, το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης
    I went to the club on Friday and it was packed.
    Πήγα στο κλαμπ την Παρασκευή και ήταν φίσκα.
     συνώνυμα: nightclub
  3. το ρόπαλο, το γκλομπ
  4. (χαρτοπαίγνιο) το σπαθί
ενεστώτας club
γ΄ ενικό ενεστώτα clubs
αόριστος clubbed
παθητική μετοχή clubbed
ενεργητική μετοχή clubbing

club (en)

  • χτυπάω με ρόπαλο
    They killed him by clubbing him.
    Τον σκότωσαν χτυπώντας τον με ρόπαλο.

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

club (en)



      ενικός         πληθυντικός  
club clubs

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

club (fr) αρσενικό

  1. η λέσχη
  2. φαρδιά και βαθειά δερμάτινη πολυθρόνα