club
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
club | clubs |
club (en)
- η λέσχη, ο σύλλογος
- ↪ a club member - μέλος λέσχης
- ↪ an athletic club - αθλητικός σύλλογος
- ↪ Although he is generally unsociable, he sometimes participates in club events.
- Παρόλο που γενικά είναι αντικοινωνικός, μερικές φορές συμμετέχει στις εκδηλώσεις του συλλόγου.
- το κλαμπ, το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης
- το ρόπαλο, το γκλομπ
- (χαρτοπαίγνιο) το σπαθί
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | club |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clubs |
αόριστος | clubbed |
παθητική μετοχή | clubbed |
ενεργητική μετοχή | clubbing |
club (en)
- χτυπάω με ρόπαλο
- ↪ They killed him by clubbing him.
- Τον σκότωσαν χτυπώντας τον με ρόπαλο.
- ↪ They killed him by clubbing him.
Συντομομορφή
[επεξεργασία]club (en)
- (μαθηματικά) ένα κλειστό και μη φραγμένο σύνολο (closed and unbounded set)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
club | clubs |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]club (fr) αρσενικό