close

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

close (en) (μόνο ενικός, επίσημο)

  • το κλείσιμο, το τέλος μιας χρονικής περιόδου
    ⮡  by the close of the day - με το κλείσιμο της μέρας
    ⮡  at the close of the 17th century - στο τέλος του 17ου αιώνος
ενεστώτας close
γ΄ ενικό ενεστώτα closes
αόριστος closed
παθητική μετοχή closed
ενεργητική μετοχή closing

close (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, βάζω στο άνοιγμα κάτι που να εμποδίζει την επικοινωνία ενός εσωτερικού χώρου με το εξωτερικό του περιβάλλον
    ⮡  I closed my eyes.
    Έκλεισα τα μάτια μου.
    ⮡  This window doesn’t close properly.
    Αυτό το παράθυρο δεν κλείνει καλά.
    ⮡  I can’t close the suitcase.
    Δεν μπορώ να κλείσω τη βαλίτσα.
    ⮡  He put the letters in the drawer and closed it.
    Έκλεισε τα γράμματα μέσα στο συρτάρι.
     συνώνυμα: shut
     αντώνυμα: open
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, τοποθετώ εμπόδιο, έτσι ώστε να παρεμποδίζω τη διέλευση
    ⮡  They closed the entrance to the port.
    Έκλεισαν την είσοδο του λιμανιού.
    ⮡  The roads are closed.
    Οι δρόμοι είναι κλεισμένοι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη block
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, για επιχείρηση κτλ. που σταματά προσωρινά να λειτουργεί
    ⮡  What time do you close?
    Τι ώρα κλείνετε;
    ⮡  The shops close at two (o’clock).
    Τα καταστήματα κλείνουν στις δύο (η ώρα.)
    ⮡  The schools close during the summer months.
    Τα σχολεία κλείνουν τους καλοκαιρινούς μήνες.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, για επιχείρηση κτλ. που σταματά μόνιμα να λειτουργεί
    ⮡  Due to the economic crisis, many factories/stores closed.
    Λόγω της οικονομικής κρίσης έκλεισαν πολλά εργοστάσια/μαγαζιά.
     συνώνυμα: close down
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, τελειώνω
    ⮡  With your graduation from school, an important chapter of your life closes.
    Με την αποφοίτησή σας από το σχολείο κλείνει ένα σημαντικό κεφάλαιο της ζωής σας.
    ⮡  The celebration closed with the National Anthem.
    Η γιορτή έκλεισε με τον Εθνικό Ύμνο.
  6. (μεταβατικό) κλείνω, κανονίζω μια επιχειρηματική συμφωνία
    ⮡  He closed the deal.
    Έκλεισε η συμφωνία.
  7. (μεταβατικό) κλείνω, τελειώνω ένα λάθος ή κάτι που δίνει σε κάποιον ένα αθέμιτο πλεονέκτημα
    ⮡  The loops for low casino income tax is closing.
    Κλείνει το παραθυράκι για χαμηλό φόρο εισοδήματος από τα καζίνο.
  8. (μεταβατικό & αμετάβατο, πληροφορική) κλείνω, σταματώ να χρησιμοποιώ πρόγραμμα ή αρχείο υπολογιστή
    ⮡  The application closed unexpectedly.
    Η εφαρμογή έκλεισε απρόσμενα.
  9. (αμετάβατο, οικονομία) κλείνω, αξίζει ένα συγκεκριμένο ποσό στο τέλος των δουλειών της ημέρας
    ⮡  The General Price Index closed at 1,000 points, registering a decline of 1%.
    O Γενικός Δείκτης Τιμών έκλεισε στις 1.000 μονάδες, σημειώνοντας πτώση 1%.
  10. (μεταβατικό και αμετάβατο) μειώνω την απόσταση ή τη διαφορά μεταξύ δύο ανθρώπων ή πραγμάτων
    ⮡  We are working together to close the gap between the EU and the world leaders in this field.
    Συνεργαστούμε για να μειώσουμε το χάσμα μεταξύ της ΕΕ και των παγκόσμιων ηγετών στο πεδίο αυτό.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός close
συγκριτικός closer
υπερθετικός closest

close (en)

  1. κοντά στο χώρο ή στο χρόνο
    ⮡  close to school/home/the station - κοντά στο σχολείο/στο σπίτι/στο σταθμό
    ⮡  It’s close to midnight.
    Είναι κοντά μεσάνυχτα.
    ⮡  It’s closer than I thought.
    Είναι πιο κοντά από όσο υπολόγιζα.
    ⮡  The job is close to being done.
    Η δουλειά κοντεύει να τελειώσει.
  2. κοντά, στενός, ξέρω κάποιον πολύ καλά και μου αρέσει πολύ
    ⮡  They are very close to each other.
    Είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλο.
    ⮡  They got closer to each other, they got to know each other better.
    Ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, γνωρίστηκαν καλύτερα.
    ⮡  a close friend - στενός φίλος
    ⮡  a close relationship - στενή σχέση
  3. στενός, κοντινός, είμαι δεμένος με κάποιον, για στενό συγγενικό δεσμό
    ⮡  a close relative - στενός συγγενής
    ⮡  We are close relatives.
    Είμαστε κοντινοί συγγενείς.
    ⮡  She is my close cousin.
    Είναι κοντινή μου ξαδέρφη.
    ⮡  He is very close to his mother.
    Είναι πολύ δεμένος με τη μητέρα μου.
    ⮡  Our closest relatives didn’t know about our wedding.
    Οι πλησιέστεροι συγγενείς μας δεν ήξεραν για τον γάμο μας.
  4. στενός, που ασχολείται πολύ με τη δουλειά ή τις δραστηριότητες κάποιου άλλου, συνήθως βλέπει και μιλάει μαζί του τακτικά
    ⮡  in close collaboration with someone - σε στενή συνεργασία με κάποιον
    ⮡  close monitoring/communication - στενή παρακολούθηση/επικοινωνία
  5. κοντά, σχεδόν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, πιθανό να κάνει κάτι σύντομα
    ⮡  We are very close to our goal.
    Είμαστε πολύ κοντά στο σκοπό μας.
    ⮡  We are close to the truth.
    Είμαστε/βρισκόμαστε κοντά στην αλήθεια.
    ⮡  The police are close to finding the killer.
    Η αστυνομία είναι κοντά στο δολοφόνο (στα ίχνη του).
    ⮡  He was close to crying.
    Κόντευε να κλάψει.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη near

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός close
συγκριτικός closer
υπερθετικός closest

close (en)

  • κοντά, κοντεύω, πλησιάζω
    ⮡  Don’t go too close.
    Μην πας πολύ κοντά.
    ⮡  Come closer.
    Έλα κοντύτερα.
    ⮡  If you live very close to an airport…
    Αν ζεις πολύ κοντά σ' ένα αεροδρόμιο…
    ⮡  It is getting close to Easter now.
    Κοντεύει Πάσχα τώρα.
    ⮡  We are getting close to land.
    Κοντεύουμε στη στεριά.
    ⮡  Come closer!
    Πλησιάστε!
    ⮡  It’s getting close to midnight.
    Πλησιάζουν μεσάνυχτα.
    ⮡  He’s getting close to his fifties.
    Πλησιάζει τα πενήντα.
    ⮡  Tell him to go close to the microphone.
    Πες του να πλησιάσει το μικρόφωνο.
    ⮡  She moved the table close to the window.
    Πλησίασε το τραπέζι στο παράθυρο.
    ⮡  Bring your chair closer.
    Πλησίασε την καρέκλα σου.
    ⮡  It comes close to perfection.
    Πλησιάζει την τελειότητα.
    ⮡  With each shot he got closer to the center of the target.
    Με κάθε βολή πλησίαζε περισσότερο το κέντρο του στόχου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη near

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kloz/

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
close closes

close (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]