close
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]close (en) (μόνο ενικός, επίσημο)
- το κλείσιμο, το τέλος μιας χρονικής περιόδου
- ⮡ by the close of the day - με το κλείσιμο της μέρας
- ⮡ at the close of the 17th century - στο τέλος του 17ου αιώνος
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | close |
γ΄ ενικό ενεστώτα | closes |
αόριστος | closed |
παθητική μετοχή | closed |
ενεργητική μετοχή | closing |
close (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, βάζω στο άνοιγμα κάτι που να εμποδίζει την επικοινωνία ενός εσωτερικού χώρου με το εξωτερικό του περιβάλλον
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, τοποθετώ εμπόδιο, έτσι ώστε να παρεμποδίζω τη διέλευση
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, για επιχείρηση κτλ. που σταματά προσωρινά να λειτουργεί
- ⮡ What time do you close?
- Τι ώρα κλείνετε;
- ⮡ The shops close at two (o’clock).
- Τα καταστήματα κλείνουν στις δύο (η ώρα.)
- ⮡ The schools close during the summer months.
- Τα σχολεία κλείνουν τους καλοκαιρινούς μήνες.
- ⮡ What time do you close?
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, για επιχείρηση κτλ. που σταματά μόνιμα να λειτουργεί
- ⮡ Due to the economic crisis, many factories/stores closed.
- Λόγω της οικονομικής κρίσης έκλεισαν πολλά εργοστάσια/μαγαζιά.
- ≈ συνώνυμα: close down
- ⮡ Due to the economic crisis, many factories/stores closed.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, τελειώνω
- ⮡ With your graduation from school, an important chapter of your life closes.
- Με την αποφοίτησή σας από το σχολείο κλείνει ένα σημαντικό κεφάλαιο της ζωής σας.
- ⮡ The celebration closed with the National Anthem.
- Η γιορτή έκλεισε με τον Εθνικό Ύμνο.
- ⮡ With your graduation from school, an important chapter of your life closes.
- (μεταβατικό) κλείνω, κανονίζω μια επιχειρηματική συμφωνία
- ⮡ He closed the deal.
- Έκλεισε η συμφωνία.
- ⮡ He closed the deal.
- (μεταβατικό) κλείνω, τελειώνω ένα λάθος ή κάτι που δίνει σε κάποιον ένα αθέμιτο πλεονέκτημα
- ⮡ The loops for low casino income tax is closing.
- Κλείνει το παραθυράκι για χαμηλό φόρο εισοδήματος από τα καζίνο.
- ⮡ The loops for low casino income tax is closing.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, πληροφορική) κλείνω, σταματώ να χρησιμοποιώ πρόγραμμα ή αρχείο υπολογιστή
- ⮡ The application closed unexpectedly.
- Η εφαρμογή έκλεισε απρόσμενα.
- ⮡ The application closed unexpectedly.
- (αμετάβατο, οικονομία) κλείνω, αξίζει ένα συγκεκριμένο ποσό στο τέλος των δουλειών της ημέρας
- ⮡ The General Price Index closed at 1,000 points, registering a decline of 1%.
- O Γενικός Δείκτης Τιμών έκλεισε στις 1.000 μονάδες, σημειώνοντας πτώση 1%.
- ⮡ The General Price Index closed at 1,000 points, registering a decline of 1%.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μειώνω την απόσταση ή τη διαφορά μεταξύ δύο ανθρώπων ή πραγμάτων
- ⮡ We are working together to close the gap between the EU and the world leaders in this field.
- Συνεργαστούμε για να μειώσουμε το χάσμα μεταξύ της ΕΕ και των παγκόσμιων ηγετών στο πεδίο αυτό.
- ⮡ We are working together to close the gap between the EU and the world leaders in this field.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | close |
συγκριτικός | closer |
υπερθετικός | closest |
close (en)
- κοντά στο χώρο ή στο χρόνο
- ⮡ close to school/home/the station - κοντά στο σχολείο/στο σπίτι/στο σταθμό
- ⮡ It’s close to midnight.
- Είναι κοντά μεσάνυχτα.
- ⮡ It’s closer than I thought.
- Είναι πιο κοντά από όσο υπολόγιζα.
- ⮡ The job is close to being done.
- Η δουλειά κοντεύει να τελειώσει.
- κοντά, στενός, ξέρω κάποιον πολύ καλά και μου αρέσει πολύ
- ⮡ They are very close to each other.
- Είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλο.
- ⮡ They got closer to each other, they got to know each other better.
- Ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, γνωρίστηκαν καλύτερα.
- ⮡ a close friend - στενός φίλος
- ⮡ a close relationship - στενή σχέση
- ⮡ They are very close to each other.
- στενός, κοντινός, είμαι δεμένος με κάποιον, για στενό συγγενικό δεσμό
- ⮡ a close relative - στενός συγγενής
- ⮡ We are close relatives.
- Είμαστε κοντινοί συγγενείς.
- ⮡ She is my close cousin.
- Είναι κοντινή μου ξαδέρφη.
- ⮡ He is very close to his mother.
- Είναι πολύ δεμένος με τη μητέρα μου.
- ⮡ Our closest relatives didn’t know about our wedding.
- Οι πλησιέστεροι συγγενείς μας δεν ήξεραν για τον γάμο μας.
- στενός, που ασχολείται πολύ με τη δουλειά ή τις δραστηριότητες κάποιου άλλου, συνήθως βλέπει και μιλάει μαζί του τακτικά
- ⮡ in close collaboration with someone - σε στενή συνεργασία με κάποιον
- ⮡ close monitoring/communication - στενή παρακολούθηση/επικοινωνία
- κοντά, σχεδόν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, πιθανό να κάνει κάτι σύντομα
- ⮡ We are very close to our goal.
- Είμαστε πολύ κοντά στο σκοπό μας.
- ⮡ We are close to the truth.
- Είμαστε/βρισκόμαστε κοντά στην αλήθεια.
- ⮡ The police are close to finding the killer.
- Η αστυνομία είναι κοντά στο δολοφόνο (στα ίχνη του).
- ⮡ He was close to crying.
- Κόντευε να κλάψει.
- ⮡ We are very close to our goal.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη near
Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | close |
συγκριτικός | closer |
υπερθετικός | closest |
close (en)
- κοντά, κοντεύω, πλησιάζω
- ⮡ Don’t go too close.
- Μην πας πολύ κοντά.
- ⮡ Come closer.
- Έλα κοντύτερα.
- ⮡ If you live very close to an airport…
- Αν ζεις πολύ κοντά σ' ένα αεροδρόμιο…
- ⮡ It is getting close to Easter now.
- Κοντεύει Πάσχα τώρα.
- ⮡ We are getting close to land.
- Κοντεύουμε στη στεριά.
- ⮡ Come closer!
- Πλησιάστε!
- ⮡ It’s getting close to midnight.
- Πλησιάζουν μεσάνυχτα.
- ⮡ He’s getting close to his fifties.
- Πλησιάζει τα πενήντα.
- ⮡ Tell him to go close to the microphone.
- Πες του να πλησιάσει το μικρόφωνο.
- ⮡ She moved the table close to the window.
- Πλησίασε το τραπέζι στο παράθυρο.
- ⮡ Bring your chair closer.
- Πλησίασε την καρέκλα σου.
- ⮡ It comes close to perfection.
- Πλησιάζει την τελειότητα.
- ⮡ With each shot he got closer to the center of the target.
- Με κάθε βολή πλησίαζε περισσότερο το κέντρο του στόχου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη near
- ⮡ Don’t go too close.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- close (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- close (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- close 2 (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- close 2 (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- close 2 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211, 463, 464. ISBN 9780194325684., λήμμα: δένω, κοντά, κοντεύω, κοντινός
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
close | closes |
close (fr)