chart
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chart | charts |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chart (en)
- (μετρήσιμο) το διάγραμμα, η γραφική παράσταση/απεικόνιση
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- chart (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- chart (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 199, 217. ISBN 9780194325684., λήμμα: γραφικός, διάγραμμα