brak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /brak/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brak (pl) αρσενικό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • συντάσσεται με γενική (dopełniacz)
  • πολλές φορές χρησιμοποιείται χωρίς το αντίστοιχο υπάρχω
    ⮡  na parkingu (jest) brak wolnych miejsc - στο πάρκινγκ υπάρχει έλλειψη ελεύθερων θέσεων

Συγγενικά

[επεξεργασία]