brak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]brak (pl) αρσενικό
- η έλλειψη, το να μην υπάρχει κάτι
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- συντάσσεται με γενική (dopełniacz)
- πολλές φορές χρησιμοποιείται χωρίς το αντίστοιχο υπάρχω
- ⮡ na parkingu (jest) brak wolnych miejsc - στο πάρκινγκ υπάρχει έλλειψη ελεύθερων θέσεων