arrange
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | arrange |
γ΄ ενικό ενεστώτα | arranges |
αόριστος | arranged |
παθητική μετοχή | arranged |
ενεργητική μετοχή | arranging |
Ρήμα
[επεξεργασία]arrange (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κανονίζω, ορίζω, οργανώνω, διοργανώνω, σχεδιάζω κάτι εκ των προτέρων
- ⮡ I am arranging a meeting.
- Κανονίζω μια συγκέντρωση.
- ⮡ I arranged for you to meet him.
- Κανόνισα να τον συναντήσεις.
- ⮡ Nothing is arranged yet.
- Τίποτα δεν είναι κανονισμένο ακόμα.
- ⮡ on the arranged day - την ορισμένη μέρα
- ⮡ I’m arranging a new meeting.
- Ορίζω μια νέα συνάντηση.
- ⮡ I arrange a demonstration.
- Οργανώνω/Διοργανώνω μια διαδήλωση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη organize
- ⮡ I am arranging a meeting.
- (μεταβατικό) τακτοποιώ, βάζω κάτι σε μια συγκεκριμένη σειρά· κάνω κάτι νοικοκυρεμένο ή ελκυστικό
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- arrange - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 632, 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: ορίζω, τακτοποιώ