area

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
area < (άμεσο δάνειο) λατινική area

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɛə̯ɹɪə̯/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
area areas

area (en)

  1. η περιοχή, η έκταση, μέρος ενός τόπου, μιας πόλης, κτλ. ή μιας χώρας ή του κόσμου
    ⮡  the desert areas in Africa - οι έρημες περιοχές στην Αφρική
    ⮡  The police are tracking around the area where the fugitives were seen.
    Οι αστυνομικοί ιχνηλατούν γύρω από την περιοχή όπου θεάθηκαν οι δραπέτες.
    ⮡  a wooded/sandy area - δασώδης/αμμώδης έκταση
  2. ο χώρος, μέρος ενός δωματίου, κτιρίου ή συγκεκριμένου χώρου που χρησιμοποιείται για ειδικό σκοπό
    ⮡  an area for standing only - χώρος για όρθιους μόνο
  3. η περιοχή, ο χώρος, συγκεκριμένη θέση σε ένα αντικείμενο
    ⮡  the injury area - η περιοχή τραύματος
    ⮡  The bookcases take up a lot of area.
    Οι βιβλιοθήκες πιάνουν πολύ χώρο.
  4. η περιοχή, νοητός χώρος, πεδίο επιστημονικής, καλλιτεχνικής ή άλλης πνευματικής, κυρίως, δραστηριότητας
    ⮡  There are still areas of disagreement.
    Υπάρχουν ακόμα περιοχές διαφωνίας.
    ⮡  This is outside of my area (of expertise).
    Αυτό είναι έξω από την περιοχή μου.
  5. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το εμβαδόν, η έκταση, το μέγεθος του χώρου που καλύπτεται από μια επίπεδη επιφάνεια ή κομμάτι γης, που περιγράφεται ως μέτρηση
    ⮡  three parcels with a total area of one thousand square meters - τρία αγροτεμάχια συνολικού εμβαδού χιλίων τετραγωνικών μέτρων
    ⮡  the area of the plot - η έκταση του οικοπέδου

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]