area
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- area < (άμεσο δάνειο) λατινική area
Προφορά
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
area | areas |
area (en)
- η περιοχή, η έκταση, μέρος ενός τόπου, μιας πόλης, κτλ. ή μιας χώρας ή του κόσμου
- ⮡ the desert areas in Africa - οι έρημες περιοχές στην Αφρική
- ⮡ The police are tracking around the area where the fugitives were seen.
- Οι αστυνομικοί ιχνηλατούν γύρω από την περιοχή όπου θεάθηκαν οι δραπέτες.
- ⮡ a wooded/sandy area - δασώδης/αμμώδης έκταση
- ο χώρος, μέρος ενός δωματίου, κτιρίου ή συγκεκριμένου χώρου που χρησιμοποιείται για ειδικό σκοπό
- ⮡ an area for standing only - χώρος για όρθιους μόνο
- η περιοχή, ο χώρος, συγκεκριμένη θέση σε ένα αντικείμενο
- ⮡ the injury area - η περιοχή τραύματος
- ⮡ The bookcases take up a lot of area.
- Οι βιβλιοθήκες πιάνουν πολύ χώρο.
- η περιοχή, νοητός χώρος, πεδίο επιστημονικής, καλλιτεχνικής ή άλλης πνευματικής, κυρίως, δραστηριότητας
- ⮡ There are still areas of disagreement.
- Υπάρχουν ακόμα περιοχές διαφωνίας.
- ⮡ This is outside of my area (of expertise).
- Αυτό είναι έξω από την περιοχή μου.
- ⮡ There are still areas of disagreement.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το εμβαδόν, η έκταση, το μέγεθος του χώρου που καλύπτεται από μια επίπεδη επιφάνεια ή κομμάτι γης, που περιγράφεται ως μέτρηση
- ⮡ three parcels with a total area of one thousand square meters - τρία αγροτεμάχια συνολικού εμβαδού χιλίων τετραγωνικών μέτρων
- ⮡ the area of the plot - η έκταση του οικοπέδου