appenzell
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- appenzell < ελβετικό καντόνι με το ίδιο όνομα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
appenzell | appenzells |
appenzell (fr) αρσενικό
- (γαστρονομία) ονομασία ελβετικού τυριού