aberrant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

aberrant (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό aberrant aberrants
θηλυκό aberrante aberrantes

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.bɛ.ʁɑ̃/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

aberrant (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]