audience

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɔːdi.əns/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

audience (en)

  1. το ακροατήριο, οι ακροατές, ομάδα ανθρώπων που έχουν μαζευτεί για να παρακολουθήσουν ή να ακούσουν κάτι
    ⮡  Towards the end of the speech, the audience couldn’t suppress their yawns anymore.
    Προς το τέλος της ομιλίας το ακροατήριο δεν έπνιγε πια τα χασμουρητά του.
    ⮡  the audience of an event - οι ακροατές μιας εκδήλωσης
  2. το κοινό, ένας αριθμός ατόμων ή μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων που παρακολουθούν, διαβάζουν ή ακούν το ίδιο πράγμα
    ⮡  the consumer audience - το καταναλωτικό/το αγοραστικό κοινό
    ⮡  a newspaper/magazine with a large audience of readers - εφημερίδα/περιοδικό με μεγάλο αναγνωστικό κοινό
    ⮡  Every writer/artist has its own audience.
    Κάθε συγγραφέας/καλλιτέχνης έχει το δικό του κοινό.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

audience (fr)