offensive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός offensive
συγκριτικός more offensive
υπερθετικός most offensive

Επίθετο

[επεξεργασία]

offensive (en)

  1. υβριστικός, προσβλητικός, αγενής με τρόπο που προκαλεί σε κάποιον να αισθάνεται αναστατωμένος ή ενοχλημένος επειδή δείχνει έλλειψη σεβασμού
    ⮡  offensive language - υβριστική γλώσσα
     συνώνυμα: insulting
  2. (επίσημο) πολύ δυσάρεστος
    ⮡  an offensive smell - δυσάρεστη μυρωδιά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unpleasant
  3. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) επιθετικός, σχετίζεται με την πράξη επίθεσης σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  offensive war - επιθετικός πόλεμος
    ⮡  offensive weapons - επιθετικά όπλα

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

offensive (fr) θηλυκό