naître

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nɛtʁ/
 

naître (fr)

  1. γεννιέμαι
     αντώνυμα: mourir
  2. σχηματίζομαι
     αντώνυμα: finir

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • Je ne suis pas né d'hier / de la dernière couvée / de la dernière pluie.
  • Il est né poète. Γεννήθηκε ποιητής.
  • Il est né sous un astre favorable / sous une bonne étoile. Γεννήθηκε κάτω από από ένα καλό αστέρι.
  • Il est né pour... Γεννήθηκε για...
  • (στη λογοτεχνία) Naître à... Ξεκινώ μια νέα ζωή σε...