naître

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 23:07, 1 Οκτωβρίου 2021 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nɛtʁ/
 

naître (fr)

  1. γεννιέμαι
     αντώνυμα: mourir
  2. σχηματίζομαι
     αντώνυμα: finir

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • Je ne suis pas né d'hier / de la dernière couvée / de la dernière pluie.
  • Il est né poète. Γεννήθηκε ποιητής.
  • Il est né sous un astre favorable / sous une bonne étoile. Γεννήθηκε κάτω από από ένα καλό αστέρι.
  • Il est né pour... Γεννήθηκε για...
  • (στη λογοτεχνία) Naître à... Ξεκινώ μια νέα ζωή σε...