march
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
march | marches |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]march (en)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | march |
γ΄ ενικό ενεστώτα | marchs |
αόριστος | marched |
παθητική μετοχή | marched |
ενεργητική μετοχή | marching |
march (en)