παρέλαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρέλαση | οι | παρελάσεις |
γενική | της | παρέλασης* | των | παρελάσεων |
αιτιατική | την | παρέλαση | τις | παρελάσεις |
κλητική | παρέλαση | παρελάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρελάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρέλαση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα παρέλα(σις) (μαρτυρείται από το 1886)[1] + -ση, απόδοση για τη γαλλική parade (militaire) [2] < ελληνιστική κοινή παρέλασις (με διαφορετική σημασία: προσπέραση με άλογο) [3] < αρχαία ελληνική παρελαύνω < παρ- + ἐλαύνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈɾe.la.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρέ‐λα‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρέλαση θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) η διέλευση στοιχισμένων στρατιωτικών τμημάτων μπροστά από κάποιο χώρο ή πρόσωπο, προκειμένου να δειχτεί το αξιόμαχο του αγήματος ή για επιθεώρηση από την στρατιωτική ή πολιτική ηγεσία
- (κατ’ επέκταση) η διέλευση στοιχισμένων τμημάτων μαθητών ή πολιτών μπροστά από κάποιο χώρο ή πρόσωπο, προκειμένου να τιμηθεί κάποια επέτειος ή για άλλους λόγους
- (μεταφορικά) το πέρασμα κάποιων προσώπων από κάποιο χώρο, η εμφάνισή τους στο χώρο αυτό με μια κάποια σειρά
- ※ Παρέλαση αστέρων και στις υποψηφιότητες για τηλεταινία ή μίνι σειρά. Μια παρέλαση που επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά ότι τα κινηματογραφικά στούντιο τροφοδοτούν όλο και περισσότερο τα τηλεοπτικά στούντιο με τους ακριβοπληρωμένους ηθοποιούς τους αλλά και ότι η τηλεόραση εξελίσσοντας τις δυνατότητές της και επενδύοντας σε φιλόδοξες δουλειές μετατρέπεται στον κινηματογράφο του μέλλοντος. (@tovima.gr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρέλαση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 782, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ s.v. παρελαύνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ παρέλαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Λέξεις με έλαση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)