maintien

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

maintien (fr) αρσενικό

Il a un maintien noble. Έχει συμπεριφορά ενός ευγενή.
N'avoir point de maintien. Φέρομαι αδέξια, αμήχανα.
Le maintien de l'ordre. Η διατήρηση της κοινής τάξης.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  maintenir

Αντώνυμα

[επεξεργασία]