σώμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σώμα | τα | σώματα |
γενική | του | σώματος | των | σωμάτων |
αιτιατική | το | σώμα | τα | σώματα |
κλητική | σώμα | σώματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σώμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σῶμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈso.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σώ‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σώμα ουδέτερο
- οργανισμός
- κορμός
- επιδερμίδα
- η υλική υπόσταση σε αντιδιαστολή με το πνεύμα ή την ψυχή
- υλικό αντικείμενο
- οργανωμένο σύνολο ανθρώπων που συνέρχονται με συγκεκριμένο σκοπό
- ευρύτερος αυτοτελής στρατιωτικός σχηματισμός του στρατού ξηράς, ο οποίος καλύπτει μια γεωγραφική περιοχή. Περιλαμβάνει μικρότερες αυτοτελείς μονάδες και σχηματισμούς, όπους μεραρχίες, ταξιαρχίες, συντάγματα και τάγματα.
- δημόσια δύναμη με σκοπό τη φύλαξη, την πρόληψη και την καταστολή της βίας ή φυσικών καταστροφών.
- ⮡ τα σώματα ασφαλείας, το σώμα της Πυροσβεστικής
- (προγραμματισμός) ο κώδικας, οι εντολές που περιέχονται σε μία σύνθετη δομή προγραμματισμού, όπως σε μία υποθετική εντολή (πχ. εντολή if), σε έναν βρόχο (πχ. εντολή while), σε μιά συνάρτηση ή μέθοδο (βλ. σώμα συνάρτησης), σε μιά κλάση, κλπ.
- ⮡ Στον βρόχο:
while ( <συνθήκη> ) { ... <σώμα> ... }
, η δήλωσηwhile ( <συνθήκη> )
, λέγεται επικεφαλίδα και οι περιεχόμενες εντολές στις αγκύλες σώμα - ≠ αντώνυμα: επικεφαλίδα
- ⮡ Στον βρόχο:
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σώμα
Πηγές
[επεξεργασία]- σώμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)